- συνδειπνώ
- συνδειπνῶ, -έω, ΝΑ [σύνδειπνος]1. δειπνώ μαζί με κάποιον2. παίρνω μέρος σε συμπόσιοαρχ.(το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ συνδειπνοῡντεςαυτοί που μετέχουν σε ερανικό δείπνο, σε δείπνο που ο καθένας έχει προσφέρει κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.